- επικόρμιον
- ἐπικόρμιον, τὸ (Μ)επικόπανο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορμίον (< κορμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικόρμιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικορμίῳ — ἐπικόρμιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκορμον — ἐπίκορμον, τό (Μ) [κορμός] επικόρμιον … Dictionary of Greek